καπίκι

καπίκι
το
1. υποδιαίρεση τής νομισματικής μονάδας τής ΕΣΣΔ που ισοδυναμεί με το ένα εκατοστό τού ρουβλίου
2. παλαιό ρωσικό νόμισμα
3. (σε ορισμένα χαρτοπαίγνια) μονάδα κέρδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. kopeika < τουρκ. kopek «σκύλος», λόγω τής απεικόνισης στα νομίσματα αυτά κεφαλής λιονταριού, η οποία εκλήφθηκε για κεφαλή σκύλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καπίκι — το (λ. ρωσ.) 1. ρωσικό νόμισμα που ισοδυναμεί με το ένα εκατοστό του ρουβλίου: Το ρούβλι έχει εκατό καπίκια. 2. στην πρέφα και σε μερικά χαρτοπαίγνια σημαίνει τη μονάδα κέρδους, δηλ. το αντίτιμο για κάθε πόντο: Κέρδισα χίλια καπίκια στην πρέφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • копейка — первонач. серебряная монета , чеканенная с 1535 г.; производят от новгор. деньга (см.); появилась в Москве после завоевания Новгорода (1478 г.). Она носит изображение царя, сидящего верхом на коне с копьем в руке (1535–1719 гг.); см. Бауэр у… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”