- καπίκι
- το1. υποδιαίρεση τής νομισματικής μονάδας τής ΕΣΣΔ που ισοδυναμεί με το ένα εκατοστό τού ρουβλίου2. παλαιό ρωσικό νόμισμα3. (σε ορισμένα χαρτοπαίγνια) μονάδα κέρδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. kopeika < τουρκ. kopek «σκύλος», λόγω τής απεικόνισης στα νομίσματα αυτά κεφαλής λιονταριού, η οποία εκλήφθηκε για κεφαλή σκύλου].
Dictionary of Greek. 2013.